Τελευταία ευκαιρία
Οι αποφάσεις που ελήφθησαν την προηγούμενη Πέμπτη αποτελούν αναμφισβήτητα μια θετική εξέλιξη τόσο για την Ευρωζώνη όσο και για την ελληνική οικονομία.
Οι αποφάσεις, βεβαίως, που αφορούν περισσότερο την Ελλάδα έχουν να κάνουν με τη δήλωση του κ. Τρισέ, του προέδρου της ΕΚΤ, ότι θα εφαρμόσει τα ίδια κριτήρια και το 2011, σχετικά με την αποδοχή εξασφαλίσεων για την παροχή ρευστότητας, όπως και το 2010. Αυτό διορθώνει την εσφαλμένη, κατά την άποψή μου δήλωσή του, του προηγούμενου Δεκεμβρίου, σχετικά με την αξιολόγηση των ομολόγων κρατών-μελών της Ευρωζώνης, η οποία εκλήφθηκε από τις αγορές ότι ενδεχομένως θα απέκλειε τα ελληνικά ομόλογα ως εξασφαλίσεις για την παροχή ρευστότητας στις εμπορικές τράπεζες. Οι αποφάσεις αυτές λοιπόν είναι θετικές για την Ευρωζώνη για δύο λόγους:
α) Διότι δημιουργούν έστω κι ατελώς έναν μηχανισμό διαχείρισης κρίσεων που δεν υπήρχε μέχρι σήμερα. Ο μηχανισμός αυτός κανονικά θα έπρεπε να μην προβλέπει εμπλοκή του ΔΝΤ, ενός θεσμού ξένου, ανεξάρτητου, από την Ευρωζώνη. Η εμπλοκή του φαίνεται ότι διευκολύνει τη γερμανική κυβέρνηση να ξεπεράσει το συνταγματικό κώλυμα συμμετοχής της στον μηχανισμό αυτό. Δεν παύει να αποτελεί όμως ξένο σώμα αλλά και αιτία αμφισβήτησης της ικανότητας της Ευρωζώνης να χειρίζεται από μόνη της κρίσεις. Θέλω να ελπίζω ότι σε κάποια στιγμή αυτό το πολιτικό, κυρίως, λάθος θα διορθωθεί.
β) Διότι εξισορροπείται η επιθυμία της Γερμανίας για ισχυροποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, με την απόφαση της ΕΚΤ για διευκολύνσεις ρευστότητας όσο τουλάχιστον διαρκεί η κρίση. Για την Ελλάδα, βεβαίως, η απόφαση αυτή δεν δικαιολογεί πανηγυρισμούς. Είναι απλώς μια ανάσα, ένα σωσίβιο, με περιορισμένη χρήση.
Η Ελλάδα πρέπει να χρησιμοποιήσει αυτό τον ζωτικό χώρο που της δόθηκε προκειμένου να ισχυροποιήσει εκείνα τα στοιχεία της οικονομικής πολιτικής που αποκαθιστούν την αξιοπιστία της στις διεθνείς αγορές.
Τα στοιχεία αυτά είναι:
1) Η ισχυροποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής με την απαρέγκλιτη εφαρμογή των μέτρων που ήδη έχουν ληφθεί, αλλά και μια επιθετικότερη πολιτική ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου προκειμένου να ξεκινήσει η αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους νωρίτερα απ’ ό,τι προβλέπεται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
2) Η επίσπευση του νομοσχεδίου για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, η οποία κατά κύριο λόγο απειλεί την ομαλή εξέλιξη του δημοσίου χρέους.
3) Η επίσπευση της απελευθέρωσης των επαγγελμάτων και των αγορών, προκειμένου η οικονομία να αποκτήσει αναπτυξιακή πνοή και με δεδομένο ότι όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι αυτές οι απελευθερώσεις αποτελούν την κύρια πηγή ανάπτυξης και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας για την ευρισκόμενη σε κρίση και στασιμότητα ελληνική οικονομία. Απαντούν δε στα αιτήματα πολλών ξένων αναλυτών για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας με μείωση των μισθών κατά 30%. Οι αναλύσεις αυτές αγνοούν ότι η Ελλάδα διαθέτει πολύ «λίπος» για κάψιμο, δηλαδή, τους παρωχημένους περιορισμούς που το Δημόσιο επιβάλλει στις αγορές και στα επαγγέλματα, πριν αγγίξουμε το «κόκαλο», δηλαδή τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα. Για παράδειγμα, οι περιορισμοί αυτοί περιλαμβάνουν τα κλειστά επαγγέλματα, το καμποτάζ στην κρουαζιέρα, τον τρόπο που το Δημόσιο χορηγεί τις ποικίλες άδειες, τους γραφειοκρατικούς περιορισμούς στην επιχειρηματικότητα, που όλα αυτά, σε τελευταία ανάλυση, εμποδίζουν την αξιοποίηση των δυναμικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας τόσο στον πρωτογενή όσο και στον δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα.
Η κρίση αυτή ίσως αποτελεί την τελευταία ευκαιρία του πολιτικού συστήματος της χώρας, και ιδιαίτερα του κυβερνώντος κόμματος, για επαναφορά της Ελλάδας σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά. Ο εναλλακτικός δρόμος, αυτός δηλαδή της εσωστρέφειας και της συνέχισης των πρακτικών και της φιλοσοφίας του παρελθόντος, είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι θα οδηγήσει τη χώρα σε βαθύτατη οικονομική και κοινωνική κρίση.
* Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας είναι καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών, γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ.